θεοπαίδευτος

θεοπαίδευτος
θεοπαίδευτος, -ον (Α)
αυτός που διδάχθηκε από τον θεό, αυτός που καθοδηγήθηκε από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -παίδευτος (< παιδεύω), πρβλ. α-παίδευτος, αυτο-παίδευτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”